χωθείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χώνομαι
- θα χωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χώνομαι