χυμοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χυμοποίηση | οι | χυμοποιήσεις |
γενική | της | χυμοποίησης* | των | χυμοποιήσεων |
αιτιατική | τη | χυμοποίηση | τις | χυμοποιήσεις |
κλητική | χυμοποίηση | χυμοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χυμοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χυμοποίηση (μαρτυρείται από το 1849) με τη μορφή χυμοποίησις[1] < χυμ(ός) + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
χυμοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χυμοποιώ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χυμοποίηση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 1126, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές επεξεργασία
- χυμοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χυμοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας