Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χυμοποίηση οι χυμοποιήσεις
      γενική της χυμοποίησης* των χυμοποιήσεων
    αιτιατική τη χυμοποίηση τις χυμοποιήσεις
     κλητική χυμοποίηση χυμοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χυμοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χυμοποίηση (μαρτυρείται από το 1849) με τη μορφή χυμοποίησις[1] < χυμ(ός) + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χυμοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1126, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία