Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρωματοποιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
χρωματοποι
ός
οι
χρωματοποι
οί
γενική
του
χρωματοποι
ού
των
χρωματοποι
ών
αιτιατική
τον
χρωματοποι
ό
τους
χρωματοποι
ούς
κλητική
χρωματοποι
έ
χρωματοποι
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χρωματοποιός
<
χρώματ(ος)
+
-ο-
+
-ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρωματοποιός
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο άνθρωπος που παράγει
χρώματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρωματοποιός