χρυσοκεντήτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρυσοκεντήτρα | οι | χρυσοκεντήτρες |
γενική | της | χρυσοκεντήτρας | — | |
αιτιατική | τη | χρυσοκεντήτρα | τις | χρυσοκεντήτρες |
κλητική | χρυσοκεντήτρα | χρυσοκεντήτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρυσοκεντήτρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσοκεντήτρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσοκεντήτρα
|