Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσαφής η χρυσαφιά το χρυσαφί
      γενική του χρυσαφή
χρυσαφιού
της χρυσαφιάς του χρυσαφιού
(χρυσαφί)
    αιτιατική τον χρυσαφή τη χρυσαφιά το χρυσαφί
     κλητική χρυσαφή χρυσαφιά χρυσαφί
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσαφιοί οι χρυσαφιές τα χρυσαφιά
      γενική των χρυσαφιών των χρυσαφιών των χρυσαφιών
    αιτιατική τους χρυσαφιούς τις χρυσαφιές τα χρυσαφιά
     κλητική χρυσαφιοί χρυσαφιές χρυσαφιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη: χρυσαφί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσαφής < χρυσάφ(ι) + -ής

  Επίθετο επεξεργασία

χρυσαφής, -ιά, -ί και άκλιτο χρυσαφί

  • που έχει το χρώμα του χρυσαφιού
    χρυσαφιά σεντόνια

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία