Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρονοδείκτης οι χρονοδείκτες
      γενική του χρονοδείκτη των χρονοδεικτών
    αιτιατική τον χρονοδείκτη τους χρονοδείκτες
     κλητική χρονοδείκτη χρονοδείκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

χρονοδείκτης < χρονο- + δείκτης

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρονοδείκτης (el) αρσενικό, ενικός
χρονοδείκτες πληθυντικός

  • οποιοσδήποτε δείκτης (ωροδείκτης, λεπτοδείκτης, δευτερολεπτοδείκτης, ημεροδείκτης [εάν υπάρχει]) αναλογικού ρολογιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία