χριστιανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χριστιανή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χριστιανή < χριστιαν(ός) + -ή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾi.stçaˈni/ & /xɾi.sti̯aˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρι‐στια‐νή
Ουσιαστικό επεξεργασία
χριστιανή θηλυκό
- αυτή που πιστεύει στον χριστιανισμό, θηλυκό του χριστιανός
Μεταφράσεις επεξεργασία
χριστιανή