χρηστομαθία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χρηστομαθίᾱ | αἱ | χρηστομαθίαι |
γενική | τῆς | χρηστομαθίᾱς | τῶν | χρηστομαθιῶν |
δοτική | τῇ | χρηστομαθίᾳ | ταῖς | χρηστομαθίαις |
αιτιατική | τὴν | χρηστομαθίᾱν | τὰς | χρηστομαθίᾱς |
κλητική ὦ! | χρηστομαθίᾱ | χρηστομαθίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρηστομαθίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χρηστομαθίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρηστομαθία < χρηστομαθής + -ία < χρηστός + -ο- + μανθάνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρηστομαθία θηλυκό (& χρηστομάθεια)
- → δείτε τη λέξη χρηστομάθεια