χρηστηριάζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρηστηριάζομαι < χρηστήριον + -άζομαι
Ρήμα επεξεργασία
χρηστηριάζομαι (το ενεργ. χρηστηριάζω της μεταγενέστερης ελληνικής)
χρηστηριάζομαι (το ενεργ. χρηστηριάζω της μεταγενέστερης ελληνικής)