χρηματολάτρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρηματολάτρης < χρήμα + λατρεύω (σχηματίστηκε κατά το εικονολάτρης και ειδωλολάτρης)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρηματολάτρης αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρηματολάτρης
|