Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρεοκόπος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρεοκόπος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία