χράμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χράμι | τα | χράμια |
γενική | του | χραμιού | των | χραμιών |
αιτιατική | το | χράμι | τα | χράμια |
κλητική | χράμι | χράμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χράμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ihram < αραβική إحرام (ʾaħrām, απαγόρευση)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χράμι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χράμι
|