χορευτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
χορευτά
- με χορευτό τρόπο, χορεύοντας
Μεταφράσεις επεξεργασία
χορευτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χορευτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χορευτός