Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοντρικά < χοντρικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

χοντρικά

  1. με έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό, περίπου
  2. σε τιμές χονδρικού εμπορίου
  3. (κατ’ επέκταση) σε μεγάλες ποσότητες

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • αν και οι λέξεις είναι ταυτόσημες συνήθως, σε περίπτωση που χρειάζεται να είναι πιο διευκρινιστικό, χρησιμοποιείται η έκφραση χονδρικά για το εμπόριο, ενώ η χοντρικά για το κατά προσέγγιση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

χοντρικά ουδέτερο