χοντρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
χοντρικά
- με έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό, περίπου
- σε τιμές χονδρικού εμπορίου
- (κατ’ επέκταση) σε μεγάλες ποσότητες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- αν και οι λέξεις είναι ταυτόσημες συνήθως, σε περίπτωση που χρειάζεται να είναι πιο διευκρινιστικό, χρησιμοποιείται η έκφραση χονδρικά για το εμπόριο, ενώ η χοντρικά για το κατά προσέγγιση
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χοντρικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (χοντρικό) του χοντρικός