χολώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xoˈlo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐λώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χολώνομαι, π.αόρ.: χολώθηκα, μτχ.π.π.: χολωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος χολώνω
χολώνομαι, π.αόρ.: χολώθηκα, μτχ.π.π.: χολωμένος