χολαγγειοπαγκρεατογραφία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χολαγγειοπαγκρεατογραφία οι χολαγγειοπαγκρεατογραφίες
      γενική της χολαγγειοπαγκρεατογραφίας των χολαγγειοπαγκρεατογραφιών
    αιτιατική τη χολαγγειοπαγκρεατογραφία τις χολαγγειοπαγκρεατογραφίες
     κλητική χολαγγειοπαγκρεατογραφία χολαγγειοπαγκρεατογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χολαγγειοπαγκρεατογραφία < χολ(ή) + αγγείο + παγκρέατο(ς) + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χολαγγειοπαγκρεατογραφία θηλυκό

  • ακτινογραφία των χοληφόρων πόρων και του παγκρέατος

  Μεταφράσεις επεξεργασία