Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  • Χημικό στοιχείο: Cl
  • Ατομικός αριθμός : 17
  • Προηγούμενο = S
  • Επόμενο = Ar

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλώριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (καθαρεύουσα) χλώριον < (λόγιο δάνειο) γαλλική chlore < αρχαία ελληνική χλωρός (λόγω του κιτρινοπράσινου χρώματος του)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxlo.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χλώ‐ρι‐ο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χλώριο τα χλώρια
      γενική του χλωρίου
χλώριου
των χλωρίων
    αιτιατική το χλώριο τα χλώρια
     κλητική χλώριο χλώρια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χλώριο ουδέτερο

  1. (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, που ανήκει στα αλογόνα, με ατομικό αριθμό 17 και χημικό σύμβολο το Cl
  2. αέριο με έντονη οσμή και τοξικότητα, που ερεθίζει τους βλεννογόνους και το δέρμα, και το οποίο χρησιμoποιείται για λεύκανση υφασμάτων και χαρτιών υγείας ή γενικά χαρτοπολτού, καθώς και για απολύμανση (νερού, χώρων, κ.α.)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χλωρός

Σύνθετα επεξεργασία

όπως

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία