↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χλώμιασμα τα χλωμιάσματα
      γενική του χλωμιάσματος των χλωμιασμάτων
    αιτιατική το χλώμιασμα τα χλωμιάσματα
     κλητική χλώμιασμα χλωμιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλώμιασμα < χλωμιάζω + -σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χλώμιασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χλωμιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία