Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλιδαίνομαι < χλιδή < χλίω (γίνομαι χλιαρός, θερμός, μαλακώνω)

  Ρήμα επεξεργασία

χλιδαίνομαι (αποθετικό, δόκιμο στον ενεστώτα)

  • ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι (Ξενοφ.)


Συγγενικά επεξεργασία