Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλιαραίνω < χλιαρός + -αίνω < αρχαία ελληνική χλιαρός < χλίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πρασινίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xli.aˈɾe.no/

  Ρήμα επεξεργασία

χλιαραίνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία