Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλίανση οι χλιάνσεις
      γενική της χλίανσης* των χλιάνσεων
    αιτιατική τη χλίανση τις χλιάνσεις
     κλητική χλίανση χλιάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χλιάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλίανση < χλιαίνω + -ση < αρχαία ελληνική χλιαίνω < χλίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πρασινίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxli.an.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χλίανση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία