Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιόνεος < χιών

  Επίθετο επεξεργασία

χιόνεος, έα, εον

  1. σαν χιόνι, σε χρώμα, υφή, παγωνιά
    τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα χιονέας σαρκός {Βίων ο Σμυρναίος, Αδώνιδος επιτάφιος)
  2. σχετικός με το χιόνι
    χιόνεος ὕδατα, νιφάδες, κρύσταλλος

Συγγενικά επεξεργασία