χιονοδρόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιονοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που διασχίζει γρήγορα μια χιονισμένη επιφάνεια χρησιμοποιώντας ειδικό εξοπλισμό (πέδιλα και μπαστούνι)
χιονοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό