Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονοβολή οι χιονοβολές
      γενική της χιονοβολής των χιονοβολών
    αιτιατική τη χιονοβολή τις χιονοβολές
     κλητική χιονοβολή χιονοβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονοβολή < χιονο- + βολή (μαρτυρείται από το 1888)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ço.no.voˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐βο‐λή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιονοβολή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)