Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιλιάζω < χιλιάζω, ρήμα της μεταγενέστερης ελληνικής < αρχαία ελληνική χιλιόω-χιλιῶ

  Ρήμα επεξεργασία

χιλιάζω

  1. γίνομαι χιλίων ετών, μακροημερεύω
    • να τα χιλιάσεις: ευχή σε κάποιον που έχει γενέθλια


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία