Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χηρωστής < χηρόω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χηρωστής-οῦ

  • μακρινός συγγενής που κληρονομούσε απρόσμενα περιουσία επειδή σκοτωνόταν στον πόλεμο ή πέθαινε από φυσικά αίτια ο άντρας μιας οικογένειας και δεν υπήρχε πλησιέστερος άνδρας συγγενής (συχνά αναλάμβανε και την κηδεμονία τυχόν ανήλικων παιδιών του θανόντα)

Συγγενικά επεξεργασία