χηλός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χηλός | οι | χηλοί |
γενική | του | χηλού | των | χηλών |
αιτιατική | τον | χηλό | τους | χηλούς |
κλητική | χηλέ | χηλοί | ||
Στα αρχαία ελληνικά, θηλυκό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χηλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χηλός (θηλυκό)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χηλός αρσενικό[1]
- (αρχαιοπρεπές)[2] σεντούκι που φυλάγονται διάφορα (ενδύματα)
- (αρχαιοπρεπές, στρατιωτικός όρος[3]) το κομοδίνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
χηλός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ως αρσενικό αναφέρεται σε λεξικά όπως Μπαμπινώτη, Δημητράκου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χηλός | αἱ | χηλοί |
γενική | τῆς | χηλοῦ | τῶν | χηλῶν |
δοτική | τῇ | χηλῷ | ταῖς | χηλοῖς |
αιτιατική | τὴν | χηλόν | τὰς | χηλούς |
κλητική ὦ! | χηλέ | χηλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χηλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χηλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
χηλός < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό επεξεργασία
χηλός θηλυκό
- κασέλα, μεγάλο κιβώτιο
Πηγές επεξεργασία
- χηλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χηλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.