Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χερσότοπος οι χερσότοποι
      γενική του χερσότοπου
χερσοτόπου
των χερσότοπων
χερσοτόπων
    αιτιατική τον χερσότοπο τους χερσότοπους
χερσοτόπους
     κλητική χερσότοπε χερσότοποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χερσότοπος < χέρσ(ος) + -ό- + -τοπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χερσότοπος αρσενικό

  1. η ξερή γη, η άγονη, που δύσκολα καλλιεργείται
  2. η γη που έμεινε ακαλλιέργητη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία