Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χεροβολιά οι χεροβολιές
      γενική της χεροβολιάς των χεροβολιών
    αιτιατική τη χεροβολιά τις χεροβολιές
     κλητική χεροβολιά χεροβολιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χεροβολιά < χερόβολο + -ιά < μεσαιωνική ελληνική χερόβολον < αρχαία ελληνική χείρ + βάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χεροβολιά θηλυκό

(παρωχημένο)
  1. το να πιάνεις κάτι με το χέρι
     συνώνυμα: άρπαγμα, γράπωμα, δράγμα, λαβή, πιάσιμο
    ...και μαζί η συμβουλή της Αριάνδης προς το Θησέα για να κόψει μια χεροβολιά μαλλιά του Μινώταυρου, ώστε να παραδοθεί το θηρίο... (*)
  2. (συνεκδοχικά) χερόβολο
    Μια μορφή αρχαϊκά ωραία της Κύπρου, της δουλευτάρας, της αγρότισσας, που έχει στεφανωμένο το μελαχρινό της μέτωπο με μια χεροβολιά χρυσά στάχυα. (Εμμανουήλ Κάσδαγλης, Κύπρος ’74)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία