Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χελιδονόψαρο τα χελιδονόψαρα
      γενική του χελιδονόψαρου των χελιδονόψαρων
    αιτιατική το χελιδονόψαρο τα χελιδονόψαρα
     κλητική χελιδονόψαρο χελιδονόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χελιδονόψαρο < χελιδον(ι) + -ό- + -ψαρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χελιδονόψαρο ουδέτερο

  1. ονομασία διάφορων ψαριών που έχουν τη δυνατότητα να πετάνε για μικρό διάστημα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
  2. (ψάρι) (ειδικότερα) το ψάρι με την επιστημονική ονομασία: Exocoetus volitans

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία