χειροτονήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χειροτονήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χειροτονώ
- θα χειροτονήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χειροτονώ