Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χειροτονήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χειροτονώ
  2. θα χειροτονήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χειροτονώ