Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροσφαίριση οι χειροσφαιρίσεις
      γενική της χειροσφαίρισης* των χειροσφαιρίσεων
    αιτιατική τη χειροσφαίριση τις χειροσφαιρίσεις
     κλητική χειροσφαίριση χειροσφαιρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειροσφαιρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αγώνας χειροσφαίρισης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 2012

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειροσφαίριση < (καθαρεύουσα) χειροσφαίρισις < χειρο- + αρχαία ελληνική σφαίρισις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xi.ɾoˈsfe.ɾi.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειροσφαίριση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία