Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειμερία οι χειμερίες
      γενική της χειμερίας των χειμεριών
    αιτιατική τη χειμερία τις χειμερίες
     κλητική χειμερία χειμερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειμερία < χειμέριος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειμερία θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ουσιαστικοποιημένο επίθετο με τη λέξη ημέρα να εννοείται. Σημαίνει ημέρα καλοκαιρινών μηνών, κατά την οποία όμως ο καιρός χαλάει και γίνεται χειμωνιάτικος, με βροχή, ανέμους ή και με θερινή καταιγίδα
  2. άσχημος καιρός, παγωνιά (ανεξαρτήτως εποχής)
    Κάνει χειμερία
  3. η "χειμερία νάρκη" με το νάρκη να απαλείφεται ως αυτονόητο
    Έπεσε σε χειμερία

  Μεταφράσεις επεξεργασία