χαϊδέψουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χαϊδέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαϊδεύω
- θα χαϊδέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαϊδεύω
χαϊδέψουμε