Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

χαϊδέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαϊδεύω
  2. θα χαϊδέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαϊδεύω