Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαχόλος οι χαχόλοι
      γενική του χαχόλου των χαχόλων
    αιτιατική τον χαχόλο τους χαχόλους
     κλητική χαχόλε χαχόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαχόλος < (άμεσο δάνειο) ρωσική хохол (xaxól)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaˈxo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐χό‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαχόλος αρσενικό

  1. άνθρωπος που είναι μεγαλόσωμος, άχαρος
  2. ο άξεστος, ο αγροίκος· ο άνθρωπος που δεν έχει τρόπους, ο χωριάτης (μεταφορικά)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία