χαυνόω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χαυνόω < χαῦνος
Ρήμα επεξεργασία
χαυνόω-χαυνῶ (μέλλων: χαυνώσω)
- καθιστώ κάτι χαλαρό, πορώδες, αραιό, μαλθακό
- χαλαρώνω, γίνομαι μαλθακός εγώ
- ανοίγω το στόμα και χάσκω, γίνομαι χαζός
- ὁ νοῦς ἐχαυνώθη
- φουσκώνω, αλαζονεύομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- χαυνότης
- στη νεοελληνική συγγενές με το αποχαυνώνω και αποχαυνώνομαι