χασαποσέρβικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χασαποσέρβικος αρσενικό
- παραδοσιακός ελληνικός λαϊκός χορός, από την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χασαποσέρβικος
|
χασαποσέρβικος αρσενικό
|