Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασές οι χασέδες
      γενική του χασέ των χασέδων
    αιτιατική τον χασέ τους χασέδες
     κλητική χασέ χασέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασές < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασές αρσενικό

  • είδος λευκού υφάσματος από βαμβάκι, μέτριας ποιότητας από σχετικά χοντρό νήμα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία