Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοκλέφτης οι χαρτοκλέφτες
      γενική του χαρτοκλέφτη των χαρτοκλεφτών
    αιτιατική τον χαρτοκλέφτη τους χαρτοκλέφτες
     κλητική χαρτοκλέφτη χαρτοκλέφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοκλέφτης < χαρτοκλέπτης < χαρτοκλέπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοκλέφτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία