Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτοδεσία οι χαρτοδεσίες
      γενική της χαρτοδεσίας των χαρτοδεσιών
    αιτιατική τη χαρτοδεσία τις χαρτοδεσίες
     κλητική χαρτοδεσία χαρτοδεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοδεσία < χαρτοδετώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοδεσία θηλυκό

  1. τομέας δραστηριότητας με αντικείμενο το δέσιμο βιβλίων, την παραγωγή χαρτόδετων
  2. η διαδικασία με την οποία ένα έντυπο χαροδετείται, χαροδένεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία