Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοδέτησις < χαρτοδετῶ χαρτοδετη- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοδέτησις θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία