Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτζιλικώνω < χαρτζιλίκ(ι) + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

χαρτζιλικώνω

  • δίνω σε παιδί μου χρηματικό ποσό σε τακτικά διαστήματα για μικροέξοδα, δίνω χαρτζιλίκι

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία