χαπιάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαπιάρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
χαπιάρω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) διευθετώ το χύμα φορτίο στο αμπάρι, ισιώνω την επιφάνεια του φορτίου προς αποφυγή μετακίνησης σε μπότζι
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαπιάρω
|