χαπάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαπάκι | τα | χαπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χαπάκι | τα | χαπάκια |
κλητική | χαπάκι | χαπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαπάκι ουδέτερο
- χάπι μικρού μεγέθους
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαπάκι
|