Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμπαριάζω < χαμπάρι + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

χαμπαριάζω

  1. καταλαβαίνω, κατανοώ
  2. (κατ’ επέκταση) έχω γνώση, γνωρίζω
  3. (κατ’ επέκταση) (αρνητικά) φοβάμαι
    δεν χαμπαριάζει τίποτε αυτός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Ταυτόσημο επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία