χαμομήλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμομήλι | τα | χαμομήλια |
γενική | του | χαμομηλιού | των | χαμομηλιών |
αιτιατική | το | χαμομήλι | τα | χαμομήλια |
κλητική | χαμομήλι | χαμομήλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαμομήλι < (ελληνιστική κοινή) χαμαίμηλον
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμομήλι ουδέτερο
- κοινή ονομασία για τα ετήσια ποώδη φυτά του γένους Chamomilla που μοιάζει με μαργαρίτα
- (ειδικότερα) το είδος Χαμαίμηλον το κοινόν (Chamomilla recutita)
- (ειδικότερα) τα αποξηραμένα άνθη του φυτού και το αφέψημα που φτιάχνεται με αυτά
Συνώνυμα επεξεργασία
- (κυπριακά) μουγιόχορτο
- χαμομηλιά
- χαμόμηλο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- χαμομήλι στη Βικιπαίδεια