χαμοκέρασο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαμοκέρασο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χαμαικέρασος (αρσενικό) [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; να ξαναγραφτεί η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμοκέρασο ουδέτερο
- (φυτό) η αγριοφράουλα
Συγγενικά επεξεργασία
- Χαμοκέρασα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαμοκέρασο
→ δείτε τη λέξη αγριοφράουλα |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χαμοκέρασο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- χαμοκέρασο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)