χαμοζωή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαμοζωή | οι | χαμοζωές |
γενική | της | χαμοζωής | των | χαμοζωών |
αιτιατική | τη | χαμοζωή | τις | χαμοζωές |
κλητική | χαμοζωή | χαμοζωές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμοζωή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαμοζωή
|