χαμογελάσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χαμογελάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαμογελώ
- θα χαμογελάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαμογελώ
χαμογελάσουν